-
1 αφήγηση
[-ις (-εως)] η повествование, рассказ (действие и результат) -
2 ασυνάρτητος
η, ο [ος, ον ] бессвязный, несвязный (о словах, речи и т. п.); несообразный;ασυνάρτητη αφήγηση — бессвязный рассказ
-
3 ειρμός
ο1) связь, последовательность; связность;αφήγηση με ειρμ — Ь связный рассказ;
οι λόγοι του δεν έχουν ειρμό — речь его бессвязна;
2) церк, первая строка песнопения (в каждой из 9 песен канона) -
4 μακραίνω
(αόρ. εμάκρυνα) 1. μετ.1) удлинять, делать длиннее; 2) продлевать; растягивать, затягивать;μακραίνω την αφήγηση μου — затягивать рассказ;
2. αμετ.1) удлиняться, делаться длиннее; 2) длиться, тянуться; затягиваться; 3) удаляться, отдаляться, отходить (от родных, друзей и т. п.) -
5 μεταφέρω
(αόρ. μετέφερα, (ε)μετάφερα) μετ.1) транспортировать, перевозить; переносить (тж. перен.);μεταφέρω φορτία — транспортировать грузы;
μεταφέρω τη λέξη σε άλλη σειρά — переносить слово на другую строку;
η αφήγηση του μας μετέφερε σε άλλη εποχή его рассказ перенёс нас в другую эпоху;2) переводить (в другое место или на чьё-л. имя); 3) ирон. разносить, распространять (новости и т. п.); 4) переводить (на другой язык); 5) бухг, транспортировать; 6) муз. транспонировать -
6 σχοινοτενής
ης, ες растянутый, затянувшийся, длинный;ομιλία — длинная речь;σχοινοτενής αφήγηση — длинный рассказ;
σχοινοτενής συζήτηση — затянувшийся спор
-
7 υπερβολικές
η, ό[ν] 1.1) преувеличенный; 2) чрезмерный, излишний, неумеренный;υπερβολικέςες αξιώσεις — чрезмерные претензии;
υπερβολικέςές τιμές — безбожные цены;
3) мат., лит. гиперболический; гиперболичный (тк лит.);υπερβολικέςή αφήγηση — гиперболизированный рассказ;
2. (ο) тот, кто склонен всё преувеличивать, гиперболизировать;μην είσαι υπερβολικές — не надо преувеличивать
См. также в других словарях:
αφήγηση — η διήγηση, εξιστόρηση: Η αφήγηση του περιστατικού κράτησε πολλή ώρα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αφήγηση — η (AM ἀφήγησις, Α και ἀπήγησις, ιων. τ.) διήγηση, εξιστόρηση … Dictionary of Greek
ἀφηγήσῃ — ἀφηγήσηι , ἀφήγησις narration fem dat sg (epic) ἀφηγέομαι lead the way from aor subj mp 2nd sg ἀφηγέομαι lead the way from fut ind mp 2nd sg ἀ̱φηγήσῃ , ἀφηγέομαι lead the way from futperf ind mp 2nd sg (doric aeolic) ἀφηγέομαι lead the way from… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
απομνημόνευμα — Αφήγηση για ένα γεγονός ή γεγονότα από πρόσωπο που πήρε ενεργό μέρος σε αυτά ή υπήρξε αυτόπτης μάρτυρας. Το α. αποτελεί πολύτιμη ιστορική πηγή, αλλά δεν είναι πάντα απαλλαγμένο από τον προσωπικό χαρακτήρα, δηλαδή τις αντιλήψεις και τις… … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
κατακλυσμός — Η πλημμύρα που πιστεύεται ότι κατέκλυσε την επιφάνεια της Γης κατά τους προϊστορικούς χρόνους, την οποία αφηγείται η Παλαιά Διαθήκη και άλλες 68 εξωβιβλικές πηγές, από τις οποίες 5 προέρχονται από τους λαούς της Αμερικής, 36 από την Ευρώπη, 13… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Γραμματεία και Λογοτεχνία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ H λέξη ιστορία συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα Fιδ , η οποία σημαίνει «βλέπω», και υπό αυτή την έννοια ιστορία είναι η αφήγηση που προκύπτει από έρευνα βασισμένη στην προσωπική παρατήρηση. Τα κείμενα των αρχαίων… … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
Ιράν — Επίσημη ονομασία: Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν Παραδοσιακή ονομασία: Περσία Έκταση: 1.648.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 65.540.226 (2002) Πρωτεύουσα: Τεχεράνη (6.758.845 κάτ. το 1996)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με το… … Dictionary of Greek
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek
Ατλαντίδα — Μυθολογική χώρα στον Ατλαντικό ωκεανό, η οποία πιθανολογείται ότι εξαφανίστηκε μαζί με ολόκληρο τον πληθυσμό της στους πολύ μακρινούς χρόνους της προϊστορίας. Ο Πλάτων, στους διαλόγους Τίμαιος και Κριτίας, την περιγράφει με λεπτομέρειες,… … Dictionary of Greek